- υδροφύλαξ
- -ακος, ὁ, ΜΑφύλακας ή επόπτης τών κοινών υδρευτικών ή αρδευτικών νερών.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + φύλαξ (πρβλ. λιμενο-φύλαξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροφυλακώ — έω, Α [υδροφύλαξ, ακος] είμαι ὑδροφύλαξ* … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υδροφυλακία — ἡ, Α [ὑδροφύλαξ, ακος] το αξίωμα ή το έργο τού υδροφύλακος … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek